ανοίξια
Смотреть что такое "ανοίξια" в других словарях:
ανοιξιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 254 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρέθουσας. * * * η άνοιγμα, σχισμή, ρωγμή … Dictionary of Greek